χρυσορρήμων

χρυσορρήμων
-ον, ΝΜΑ
χρυσόστομος («κλεινῷ Ἰωάννη τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)* + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο-ρρήμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσορρήμων — of golden speech masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρήμονα — χρυσορρήμων of golden speech neut nom/voc/acc pl χρυσορρήμων of golden speech masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρήμονι — χρυσορρήμων of golden speech dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρήμονος — χρυσορρήμων of golden speech gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσορρήτης — ὁ, Α χρυσορρήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ρρήτης, το οποίο ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *Fερε (βλ. λ. είρω [II]), με μηδενισμένο το α και εκτεταμένο το β φωνήεν (πρβλ. ῥη τήρ, ῥη τός, ῥή τωρ) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόλεκτος — ον, Μ χρυσορρήμων, χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть I — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος] (сер. IV в., Антиохия (ныне Антакья, Турция) 14.09. 407, Команы Понтийские (около совр. сел. Гюменек близ г. Токат, Турция)), свт. (пам. 27 янв., 14 сент., 13 нояб.; 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам. зап. 27… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”